Παχαίνει κι ας είναι light…


Η μάχη κατά των λιπαρών τροφίμων τα τελευταία χρόνια έχει απογειώσει τα lightπροϊόντα. Οι επιστήμονες όμως υποστηρίζουν ότι η δίαιτα για καλή υγεία αλλά και για τη διατήρηση καλλίγραμμου σώματος είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη υπόθεση, αφού ακόμη και τα λάιτ μάς παχαίνουν… 

Παρά λοιπόν την άποψη που έχει επικρατήσει ότι τα λάιτ τρόφιμα έχουν λιγότερες θερμίδες, δεν πρέπει να καταναλώνονται χωρίς μέτρο. Ακόμη και αν περιέχουν χαμηλότερα λιπαρά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν περιέχουν ζάχαρη ή άλλες γλυκαντικές ουσίες, ή ότι δεν κολυμπάνε στο αλάτι. 

Οπως λέει στα «ΝΕΑ» ο λέκτωρ Ιατρικής Διατροφολογίας στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Διατροφή και Μεταβολισμού Μιχάλης Χουρδάκης, οι ευρωπαϊκοί κανόνες σήµανσης των τροφίµων ορίζουν ότι για να χαρακτηριστεί ένα προϊόν λάιτ πρέπει να έχει θερµιδικό περιεχόµενο τουλάχιστον κατά 30% μικρότερο συγκριτικά µε το προϊόν αναφοράς (πλήρες).

Πιο ελαφρά εκδοχή του ίδιου τροφίμου δεν σημαίνει πως είναι «αθώο» όταν έρχεται η ώρα της κρίσης στη ζυγαριά. Το παράδειγμα των δημητριακών είναι ενδεικτικό. Εκατό γραμμάρια δημητριακά, τα οποία δεν διαφημίζονται ως διαιτητικά στα ράφια του σουπερμάρκετ, περιέχουν 378 θερμίδες, λίπος 0,9 γραμμάρια και σάκχαρα 8 γραμμάρια.

Εκπληξη προκαλούν οι διατροφικές πληροφορίες για το αντίστοιχο προϊόν, το οποίο λανσάρεται ως τρόφιμο που βοηθά στη διατήρηση της φόρμας. Τα 100 γραμμάρια έχουν 379 θερμίδες, 1,5 γραμμάριο λίπος και τα σάκχαρά τους εκτινάσσονται στα 17 γραμμάρια. 

Σημειώνεται πως η συνιστώμενη ημερήσια μερίδα δημητριακών είναι 30-40 γραμμάρια. Πού κρύβεται η παγίδα; «Στη ζάχαρη, για παράδειγμα, η οποία προστίθεται στα διαιτητικά τρόφιμα για τη βελτίωση της γεύσης», λέει ο κ. Χουρδάκης.

Η βρετανική εφημερίδα «Sunday Times» σε πρόσφατο δημοσίευμα της βάζει ακόμη μία παράμετρο στη συζήτηση που έχει ανοίξει για τα λάιτ τρόφιμα. 

Αναφερόμενη σε νέα έρευνα που εξέτασε 40 λάιτ τρόφιμα, καταλήγει ότι η υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες (άμυλο και ζάχαρη) πιθανόν να ευθύνεται για τα παραπανίσια κιλά όσων τα καταναλώνουν. Ετσι, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, μία μπάρα δημητριακών μπορεί να έχει λιγότερες από 90 θερμίδες, περιέχει όμως 75 γρ. υδατανθράκων, εκ των οποίων τα 35 γρ. είναι ζάχαρη. 

«Τα τρόφιμα που περιέχουν υδατάνθρακες χαρακτηρίζονται από τον γλυκαιμικό δείκτη, η τιμή του οποίου είναι διαφορετική για κάθε τροφή και μας δείχνει πόσο πολύ και πόσο γρήγορα αυξάνεται το σάκχαρο και η ινσουλίνη στο αίμα μετά τη λήψη αυτής της τροφής», λέει ο ομότιμος καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Αντώνης Καφάτος.

Οι επιστήμονες έχουν ορίσει ως ανώτατη τιμή το 100 (γλυκόζη) και με τον τρόπο αυτό υπολογίζουν τον γλυκαιμικό δείκτη. «Η μακροχρόνια κατανάλωση τροφίμων με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη αυξάνει τον κίνδυνο για σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. 

«Αντίθετα, τα τρόφιμα με χαμηλό ή μεσαίο γλυκαιμικό δείκτη απομακρύνουν τον κίνδυνο να εκδηλωθεί η συγκεκριμένη ασθένεια και βοηθούν στη διατήρηση του σωματικού βάρους», προσθέτει ο κ. Καφάτος, συμπληρώνοντας ότι τα τρόφιμα με πολλή ζάχαρη, όπως και αυτά με επεξεργασμένους υδατάνθρακες (χωρίς διαιτητικές ίνες) όπως είναι το άσπρο ψωμί, οι πατάτες, τα άσπρα μακαρόνια και το άσπρο ρύζι ανήκουν στην «κόκκινη» λίστα. 

Πάντως οι υδατάνθρακες δεν πρέπει να δαιμονοποιούνται: το πολύσπορο ψωμί, το μούσλι, τα μακαρόνια ολικής αλέσεως, το άγριο ρύζι ή το ρύζι μπασμάτι είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα που δίνουν οι επιστήμονες για να αποδείξουν ότι οι σύνθετοι υδατάνθρακές (άμυλο) έχουν χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Συνεπώς οι πιστοί της δίαιτας για τη διατήρηση του βάρους τους δεν πρέπει να τα αποφεύγουν.

«Τα προϊόντα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη βοηθούν στη διατήρηση του βάρους και αυτό γιατί η αίσθηση του κορεσμού διαρκεί περισσότερο. Συνεπώς τρώνε λιγότερο και άρα καταναλώνουν λιγότερες θερμίδες», τονίζει ο κ. Χουρδάκης. 

Ωστόσο, αναφερόμενος στα λάιτ προϊόντα εντοπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα στο γεγονός ότι οι πολίτες δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς για τη σωστή κατανάλωσή τους. Ετσι, τα λάιτ τρόφιμα έχουν περάσει στη συνείδηση των καταναλωτών ως αθώα ή ως προϊόντα χωρίς θερμίδες, με αποτέλεσμα αρκετοί να το παρακάνουν χωρίς τύψεις. 

Η ζυγαριά όμως δεν κάνει «εκπτώσεις» στις διατροφικές ατασθαλίες, ακόμη και όταν αυτές είναι «ελαφρές» σε λιπαρά ή σε θερμίδες. «Ενα τρόφιμο με πολλές θερμίδες εξακολουθεί να είναι επιβαρυντικό για τον οργανισμό και στη λάιτ εκδοχή του. Για παράδειγμα, ένα κίτρινο τυρί με 15% λιπαρά περιέχει 250 θερμίδες ανά 100 γραμμάρια. Η ίδια ποσότητα ενός κασεριού πλήρους σε λιπαρά έχει 320 θερμίδες. 

Συνήθως όμως τα λάιτ οδηγούν σε υπερκατανάλωση και, άρα, οι θερμίδες που προσλαμβάνονται από τους καταναλωτές είναι ίδιες με αυτές των αντίστοιχων πλήρων προϊόντων αν όχι περισσότερες», λέει ο κ. Χουρδάκης.

 

ΠΗΓΗ: tanea.gr

Previous Αποξηραμένα φρούτα για κάθε πρόβλημα
Next Το πρωινό κάνει καλύτερους μαθητές

No Comment

Leave a reply