Όσα πρέπει να γνωρίζουμε για τις διοξίνες


Όλοι έχουμε κάποιο ποσοστό διοξίνης στο σώμα μας. Η διατροφική πρόσληψη ζωικού λίπους είναι ο κυριότερος τρόπος έκθεσης στο … γενικό πληθυσμό. Για τους περισσότερους ανθρώπους μια ισορροπημένη, πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και χαμηλή σε λιπαρά διατροφή θα οδηγήσει σε μείωση του προσλαμβανόμενου λίπους και επομένως στην έκθεση σε διοξίνες.

Τι είναι οι διοξίνες;

Οι διοξίνες ανήκουν σε μια επικίνδυνη ομάδα χημικών ουσιών γνωστή ως οργανικοί μολυντές. Όταν οι διοξίνες εισέρχονται στο περιβάλλον ή στο σώμα παραμένουν εκεί εξαιτίας της ικανότητάς τους να διαλύονται στα λίπη και της στέρεης χημικής τους σταθερότητας. Ο χρόνος ζωής τους στο σώμα είναι κατά μέσο όρο 7 χρόνια. Στο περιβάλλον οι διοξίνες τείνουν να συσσωρεύονται στην τροφική αλυσίδα. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει κανείς στην τροφική αλυσίδα τόσο μεγαλύτερη και η συγκέντρωση διοξινών. Το χημικό όνομα των διοξινών είναι 2,3,7,8 τετραχλωρο-διβενζο-παρα-διοξινη (TCDD).

Το όνομα διοξίνη χρησιμοποιείται για την οικογένεια των χημικών ενώσεων που συνδέονται δομικά και χημικά όπως πολυχλωρο-διβενζο-παρα-διοξίνες (PCDDs), πολυχλωρο-διβενζο-φουρανες (PCDFs) και πολυχλωρο-μπιφαινυλια (PCBs). Έχουν αναγνωριστεί γύρω στις 419 ενώσεις αλλά μόνο οι 30 έχουν τοξικότητα με το TCDD να είναι το πιο τοξικό.

Ποιες είναι οι πηγές παραγωγής διοξινών;

Οι διοξίνες είναι κυρίως παραπροϊόντα από βιομηχανικές διαδικασίες αλλά μπορούν να προκύψουν και από φυσικές διαδικασίες όπως εκρήξεις ηφαιστείων και πυρκαγιές δασών. Αυτά τα σύμπλοκα είνι επίσης άχρηστα παραπροϊόντα που συντίθενται όταν θερμικές επεξεργασίες παράγουν οργανικές ουσίες που περιέχουν χλωρίνη.

Οι διοξίνες είναι άχρηστα παραπροϊόντα μιας μεγάλης ομάδας διεργασιών όπως τήξη, λεύκανση του πολτού του χαρτιού και η παραγωγή εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων. Σε επίπεδο απελευθέρωσης διοξινών στο περιβάλλον τα στερεά απόβλητα είναι το χειρότερο μέσο εξαιτίας της μειωμένης καύσης. Οι διοξίνες βρίσκονται σε όλα τα μέσα, αέρας, νερό, χώμα και φαγητό, κυρίως γαλακτοκομικά προϊόντα, κρέας, ψάρια και οστρακοειδή. Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις βρίσκονται στο έδαφος και στα ζώα. Πολύ χαμηλότερες συγκεντρώσεις περιέχονται στο νερό και στον αέρα.

Εκτεταμένες αποθήκες αποβλήτων εργαστηριακών λαδιών με υψηλές συγκεντρώσεις διοξινών βρίσκονται παντού στον κόσμο. Η μακρόχρονη αποθήκευση μπορεί να οδηγήσει σε απελευθέρωση διοξίνης και μόλυνση των τροφίμων και των ανθρώπων.

Πώς μπορούν να καταστραφούν;

Η αποτέφρωση είναι η καλύτερη μέθοδος καταστροφής των διοξινών αν και άλλες μέθοδοι ερευνώνται. Η διαδικασία περιλαμβάνει υψηλές θερμοκρασίες, πάνω από 850οC. Για την αποδόμηση υψηλών συγκεντρώσεων μολυσμένου υλικού απαιτούνται ακόμη υψηλότερες θερμοκρασίες -1000ο C.

Έχουν αναφερθεί περιστατικά μόλυνσης από διοξίνες;

Υψηλές συγκεντρώσεις διοξινών έχουν βρεθεί σε πουλερικά και αυγά από το Βέλγιο. Αιτία της μόλυνσης θεωρήθηκε η ζωοτροφή. Αν και όλες οι χώρες θα μπορούσαν να προσβληθούν από τις διοξίνες, οι περισσότερες αναφορές έχουν γίνει για τις βιομηχανικές χώρες , όπου πραγματοποιούνται καλύτεροι έλεγχοι στα τρόφιμα, έχουν μεγαλύτερη επίγνωση του προβλήματος και μπορούν να το περιορίσουν.

Τι συμβαίνει όταν οι διοξίνες απελευθερώνονται στο περιβάλλον;

Όταν οι διοξίνες απελευθερώνονται στον αέρα μεταφέρονται στην ξηρά, στην επιφάνεια του νερού και στα φυτά. Επειδή είναι αδιάλυτες στο νερό, όταν έρχονται σε επαφή με αυτό ενώνονται μεταξύ τους και καταλήγουν στον πυθμένα. Τα ζώα καταναλώνουν διοξίνες που βρίσκονται στα φυτά, στον αέρα, στο νερό, στον πυθμένα και στο έδαφος.

Δύσκολα αποδομούνται στο σώμα και αποβάλλονται με αργό ρυθμό. Συνήθως οι συγκεντρώσεις τους αυξάνονται όσο ανεβαίνουμε στην τροφική αλυσίδα-για παράδειγμα οι διοξίνες των φυτών συγκεντρώνονται στον οργανισμό των φυτοφάγων ζώων και από εκεί καταλήγουν σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στον οργανισμό των σαρκοφάγων ζώων. Επειδή οι διοξίνες δεν διαλύονται εύκολα στο νερό συγκεντρώνονται στο λιπώδη ιστό των ζώων.

Πώς μπορεί να εκτεθεί κανείς σε διοξίνες;

Οι διοξίνες βρίσκονται στο περιβάλλον αρκετό καιρό και γι’αυτό έχουν εξαπλωθεί. Για το γενικό πληθυσμό η έκθεση σε διοξίνες συμβαίνει μέσω της διατροφής, με το 95% της πρόσληψης για έναν τυπικό ενήλικα να προέρχεται από τα ζωικά λίπη που βρίσκονται στα ψάρια, στο κρέας και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Μικρότερες ποσότητες διοξινών προέρχονται από την εισπνοή μολυσμένου αέρα, από απρόσεκτη κατανάλωση μολυσμένου χώματος και από το δέρμα μέσω της επαφής. Η συνολική πρόσληψη διοξινών για κάθε άνθρωπο εξαρτάται από τον αριθμό των παραγόντων, από την ποσότητα και το χρόνο έκθεσης στις διοξίνες (π.χ. διατροφικές συνήθειες) και την συγκέντρωση των διοξινών στα μέσα που έχουν μολυνθεί (π.χ. τροφή, νερό αέρας, χώμα).

Οι άνθρωποι που η διατροφή τους αποτελείται από τοπικά προϊόντα μπορεί να έχουν περισσότερη ή και λιγότερη έκθεση σε διοξίνες από τους ανθρώπους που τρέφονται από προϊόντα της παγκόσμιας αγοράς. Περιοχές στις οποίες ελευθερώνονται διοξίνες στο περιβάλλον η στην τροφική αλυσίδα (π.χ. σκουπιδότοποι) αυξάνουν σημαντικά την έκθεση σε διοξίνες.

Ποιες είναι οι επιπτώσεις των διοξινών στην υγεία;

Οι διοξίνες εμπλέκονται με τον Αh (aryl hydrocarbon) υποδοχέα που μετέχει σε κυτταρικές διαδικασίες ρύθμισης. Ο υποδοχέας αυτός ανήκει στην ομάδα των πρωτεϊνών που ρυθμίζουν γονίδια. Οι διοξίνες επιδρούν πάνω σε αυτούς τους υποδοχείς και ως ένα βαθμό το σώμα μπορεί να το διορθώσει. Όμως έρευνες δείχνουν ότι υψηλές συγκεντρώσεις διοξινών μπορούν να επηρεάσουν την ομαλή ανάπτυξη και λειτουργία του οργανισμού. Υπάρχουν πολλές δυσκολίες στη αξιολόγηση των επιπτώσεων των διοξινών στην υγεία.

 

Η βραχυχρόνια έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις μπορεί να οδηγήσει σε Chloracne (χαρακτηριστική ακμή στο δέρμα), σκούρες κηλίδες και ηπατοτοξικότητα. Η μακροχρόνια έκθεση έχει συσχετισθεί με διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος, του αναπνευστικου, του γαστρεντερικού, του νευρικού, του ενδοκρινικού και του αναπαραγωγικού. Χρόνια έκθεση ζώων σε διοξίνες έχει οδηγήσει σε διάφορους τύπους καρκίνου. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο όριο έκθεσης κάτω από το οποίο ο κίνδυνος για καρκίνο είναι αμελητέος. Έρευνες σε ζώα έχουν δείξει ότι η σοβαρότητα των επιπτώσεων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως δόση, ηλικία, φύλο και το είδος των ζώων.

Υπάρχουν πληθυσμοί πιο ευάλωτοι στις διοξίνες;

Τα έμβρυα είναι τα πλέον ευάλωτα στην έκθεση σε διοξίνες. Το ίδιο συμβαίνει και με τα νεογέννητα. Κάποιες κατηγορίες ανθρώπων μπορεί να εκτίθενται σε υψηλά ποσοστα διοξινών λόγω της δίαιτας που ακολουθούν (π.χ. υψηλή κατανάλωση ψαριών σε συγκεκριμένα μέρη του πλανήτη) ή λόγω επαγγέλματος (εργάτες σε βιομηχανία χαρτιού ή σε σκουπιδότοπους).

Πως μπορεί να μειώσει κανείς την έκθεση σε διοξίνες;

Ακολουθώντας μια ισορροπημένη, πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και χαμηλή σε λιπαρά διατροφή μειώνεται η πρόσληψη λιπαρών και επομένως η έκθεση σε διοξίνες για τους περισσότερους ανθρώπους. Συστήνεται η κατανάλωση τροφών χαμηλών σε λιπαρά, όπως ψάρια, άπαχο κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα χαμηλά σε λιπαρά. Επίσης πρέπει να αφαιρείται το ορατό λίπος από το κρέας και οι πέτσες από ψάρια και πουλερικά. Το μητρικό γάλα αποτελεί επίσης πηγή έκθεσης σε διοξίνες.

Όμως τα οφέλη του θηλασμού υπερτερούν έναντι των πιθανών κινδύνων. Σημαντικό ρόλο εξάλλου σε αυτό έχει η διατροφή της εγκύου ώστε να αποφευχθεί η συγκέντρωση μεγάλης ποσότητας διοξινών στο γάλα. Το κάψιμο των σκουπιδιών και το κάπνισμα οδηγούν σε απελευθέρωση διοξινών για αυτό και οι άνθρωποι που καίνε τα σκουπίδια τους ή καπνίζουν θέτουν σε κίνδυνο τόσο τους ίδιους όσο και τους γύρω τους.

Τι πρέπει να κάνουν οι χώρες για να προστατέψουν τη δημόσια υγεία από τις διοξίνες;

Έχει υπολογιστεί ότι το 90% της έκθεσης των ανθρώπων σε διοξίνες προέρχεται από το φαγητό. Επομένως η προστασία των τροφίμων είναι πολύ σημαντική. Η μόλυνση των τροφών μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο από τη φάρμα στο τραπέζι του καταναλωτή. Ο έλεγχος για την ασφάλεια των τροφίμων είναι μια διαρκής διαδικασία που ξεκινά από την παραγωγή και καταλήγει στην κατανάλωση. Σωστοί έλεγχοι κατά το πρώτο στάδιο της παραγωγής, της επεξεργασίας, της διανομής και της πώλησης 

είναι πολύ σημαντικοί για την παραγωγή ασφαλών τροφίμων. Τα συστήματα ελέγχου τροφίμων πρέπει να είναι σε θέση να πιστοποιούν ότι τα επιτρεπτά όρια δεν έχουν υπερβεί.

Όταν υπάρχει υποψία μόλυνσης οι χώρες πρέπει να έχουν στρατηγικές αναγνώρισης, περιορισμού και απομάκρυνσης του μη ασφαλούς τροφίμου. Ο εκτεθειμένος πληθυσμός πρέπει νας εξετάζεται τόσο για την έκθεση (π.χ. μέτρηση στο αίμα και στο μητρικό γάλα) όσο και για τα αποτελέσματα (κλινική εξέταση για πιθανά συμπτώματα).

Πώς εκτιμάται ο κίνδυνος των καταναλωτών από κατανάλωση τροφίμων μολυσμένων με διοξίνες;

Ο κίνδυνος πρέπει να υπολογίζεται κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τα επίπεδα έκθεσης και τους πληθυσμούς που επηρεάστηκαν. Ακριβείς πληροφορίες για τα επίπεδα των διοξινών στα τρόφιμα, η ποσότητα του τροφίμου που καταναλώθηκε και η διάρκεια της έκθεσης σε διοξίνες είναι απαραίτητες για να υπολογιστεί ο ακριβής κίνδυνος έκθεσης. Έχει προταθεί να οριστεί η Ανεκτή Ημερήσια Πρόσληψη (Tolerable Daily Intake-TDI) ως εργαλείο μακροχρόνιας αξιολόγηση της ασφάλειας. Η TDI υπολογίζεται σε επίπεδο έκθεσης, σε διάρκεια μιας ζωής και στο ποσό των διοξινών στο αίμα.

Τι χρειάζεται για να αναγνωριστεί και να υπολογιστεί το ποσό των διοξινών στο περιβάλλον και τα τρόφιμα;

Η ανάλυση των διοξινών απαιτεί εξειδικευμένες μεθόδους οι οποίες είναι διαθέσιμες μόνο σε περιορισμένο αριθμό εργαστηρίων σε όλο τον κόσμο. Μόνο 100 εργαστήρια μπορούν να αναλύσουν τις διοξίνες σε δείγματα από το φυσικό περιβάλλον (όπως στάχτες , έδαφος ή νερό) και τις τροφές, άλλα μόνο 20 εργαστήρια στον κόσμο μπορούν να μετρήσουν με αξιοπιστία τις διοξίνες σε βιολογικό υλικό (όπως ανθρώπινο σώμα ή μητρικό γάλα). Το κόστος ποικίλει ανάλογα με το είδος του δείγματος και κυμαίνεται μεταξύ 1200$ για την ανάλυση βιολογικού υλικού και 10,000$ ή και περισσότερο για την εκτίμηση της απελευθέρωσης διοξινών από αποτέφρωση σκουπιδιών.

Ποια η φαρμακευτική αντιμετώπιση της υπέρτασης;

Το 1998 ο WHO διοργάνωσε ένα σεμινάριο συμβουλευτικής στη Γενεύη για την εκτίμηση των ανεκτών ημερήσιων δόσεων διοξινών, στις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να εκτίθενται χωρίς κίνδυνο (TDI). Σύμφωνα με τα νέα επιδημιολογικά στοιχεία που αφορούν τις επιπτώσεις των διοξινών σε χαμηλά επίπεδα έκθεσης στα ζώα, το TDI έχει μειωθεί από 10 picogr/Kg Σωματικού Βάρους σε 1 έως 4 picogr/Kg Σωματικού Βάρους. Στις βιομηχανικές χώρες αυτό το επίπεδο κυμαίνεται από 1 εώς 3 picogr/Kg Σωματικού Βάρους.

Το TDI που προτάθηκε από τον WHO αναγνωρίζεται διεθνώς ως το σημείο αναφοράς για τη διαβεβαίωση ότι τα ασφαλή όρια έκθεσης δεν έχουν υπερβεί. Ο WHO σε συνεργασία με τον Οργανισμό Γεωργίας και Τροφίμων (Food and Agriculture Organization-FAO) μελετά τη θέσπιση επιτρεπτών ορίων διοξινών στα τρόφιμα. Μια σειρά ενεργειών μελετώνται διεθνώς για την μείωση της παραγωγής διοξινών κατά την αποτέφρωση και τις βιομηχανικές διεργασίες που τις παράγουν. Ο WHO πραγματοποιεί κατά περιόδους μελέτες για τη συγκέντρωση των διοξινών στο μητρικό γάλα κυρίως στις Ευρωπαϊκές χώρες. Αυτές οι μελέτες παρέχουν μια εκτίμηση της έκθεσης των ανθρώπων σε διοξίνες.

Πρόσφατα στοιχεία έκθεσης δείχνουν ότι οι μετρήσεις που έγιναν για τον έλεγχο της απελευθέρωσης διοξινών σε διάφορες χώρες είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της έκθεσης σε διοξίνες.

ΠΗΓΗ: mednutrition.gr

 

Previous Ηλίας Κακούρης - Executive Chef στο Grecotel Olympia Riviera Resort
Next Τα λάθη στη διατροφή μας

No Comment

Leave a reply